- όχημα
- το (Α ὄχημα) [οχώ]ειδική κατασκευή με τροχούς η οποία μπορεί να κινείται στην ξηρά με τη μυϊκή δύναμη ζώου ή ζώων και να μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία (α. «όχημα αποσκευών» β. «εἵπετο... ὀχήματα και θεράποντες καὶ ἡ πᾱσα πολλὴ παρασκευή», Ηρόδ.)νεοελλ.1. διάταξη που μπορεί να κινείται στο έδαφος πάνω σε τροχούς ελκόμενη ή προωθούμενη με κινητήρα και να μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία από έναν τόπο σε άλλο, όπως είναι λ.χ. το αυτοκίνητο, η μοτοσυκλέτα, τα σιδηροδρομικά βαγόνια2. φρ. «βιομηχανικό όχημα» — ευέλικτο ειδικό όχημα κατάλληλο να κινείται και να μεταφέρει υλικά μέσα σε έναν βιομηχανικό χώροαρχ.1. (για πράγματα και σπανίως για πρόσ.) καθετί που φέρει, στηρίζει ή βαστάζει κάτι («ὦ γῆς ὄχημα κἀπὶ γῆς ἔχων ἕδραν», Ευρ.)2. άμαξα που συρόταν από ημιόνους, σε αντιδιαστολή προς το άρμα, το οποίο συρόταν από άλογα3. ζώο που μεταφέρει ανθρώπους4. χαρακτηρισμός ωδής τού Πινδάρου («ἐρατᾱν ὄχημ' ἀοιδᾱν», Πίνδ.)5. μτφ. α) το μέλι, επειδή χρησιμοποιείται προκειμένου να διευκολύνει την κατάποση φαρμακευτικών παρασκευασμάτωνβ) το κάλλος, η ομορφιάγ) η ψυχή.
Dictionary of Greek. 2013.